- νομεισφορά
- νομεισφορά, ἡ (Μ)εισήγηση νόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + εισφέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek